- σπόριασμα
- το, Ν [σποριάζω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σποριάζω, η ανάπτυξη σπόρων, η δημιουργία σπόρων2. συνεκδ. το μέστωμα τών σπόρων ενός καρπού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεσπόριασμα — το [ξεσποριάζω] 1. η αφαίρεση τών σπόρων από τον καρπό 2. το τελευταίο στάδιο ανάπτυξης τού καρπού, ο σχηματισμός σπόρων, το σπόριασμα … Dictionary of Greek